Επικαιρότητα & Ιστορία
Επικαιρότητα & Ιστορία – Τεύχος 682
Επικαιρότητα & Ιστορία
Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΣ
Ανακαλύφθηκε νέος τάφος φαραώ μετά από 123 χρόνια
Τον γύρο του κόσμου έκανε η είδηση ότι ομάδα αρχαιολόγων από το New Kingdom Research Foundation, με επικεφαλής τον Πηρς Λίθερλαντ, ανακάλυψε τον τάφο του φαραώ Τούθμωσι Β΄ της 18ης Δυναστείας, ο οποίος βασίλεψε από το 1493 έως το 1479 π.Χ, και πέθανε πριν από την ηλικία των 30 ετών. Αυτή είναι η πρώτη ανακάλυψη βασιλικού τάφου στην Αίγυπτο από το 1922, όταν ήρθε στο φως η τελευταία κατοικία του Τουταγχαμών.
Ο τάφος είχε εντοπιστεί από την ερευνητική ομάδα το 2022, στη διάρκεια έρευνας κοντά στην Κοιλάδα των Βασιλέων δυτικά του Λούξορ, σε περιοχή γνωστή για τις ταφές γυναικών της αυλής των Φαραώ, αλλά μέχρι τώρα δεν είχε προσδιοριστεί σε ποιον ανήκε. Ο τάφος ήταν συλημένος, ενώ και τα μουμιοποιημένα λείψανά του Τούθμωσι Β’ είχαν μετακινηθεί το 975 π.Χ. στο Ντέιρ ελ-Μπαχάρι απ’ όπου το 2021 μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Μουσείο Αιγυπτιακού Πολιτισμού.
«Αυτή είναι μια εξαιρετική στιγμή για την Αιγυπτιολογία και μια από τις πιο σημαντικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις των τελευταίων ετών», σημείωσε σε ανάρτησή του ο υπουργός Τουρισμού και Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου, Σερίφ Φάτι.
Τάμεσης: Γεμάτος με σκελετούς προϊστορικών ανθρώπων
Χιλιάδες ανθρώπινα οστά έχουν βρεθεί κατά καιρούς στα νερά του ποταμού Τάμεση, στο Λονδίνο. Κατά τον 19ο αιώνα, η επικρατούσα αντίληψη ήταν πως τα οστά αυτά προέρχονταν από τους νεκρούς μιας μάχης μεταξύ Κελτών και Ρωμαίων. Ωστόσο, προς τα τέλη του 20ου αιώνα, η επιστημονική άποψη μετατοπίστηκε στη θεωρία πως τα περισσότερα προήλθαν από αρχαίους τάφους που βρίσκονταν στις όχθες του ποταμού και είχαν διαβρωθεί από τα νερά του.
Τώρα, μία νέα εκδοχή έρχεται στο προσκήνιο σε μελέτη ερευνητών του βρετανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Antiquity του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ. Μετά από ραδιοχρονολόγηση σε δείγμα 30 οστών, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτά καλύπτουν περίοδο περίπου 4.000 ετών, από την Εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως εντοπίστηκαν σε συγκεκριμένα σημεία του ποταμού, τούς οδηγεί στην εκτίμηση ότι οι κάτοικοι του προϊστορικού Λονδίνου εναπόθεταν τους νεκρούς στο νερό, στο πλαίσιο νεκρικών τελετουργιών που εκείνη την εποχή ήταν συνήθεις στην βορειοδυτική Ευρώπη, χωρίς πάντως να αποκλείουν την πιθανότητα να πρόκειται για νεκρούς από μάχες στην περιοχή.
Η καταγωγή των Ούννων της Ευρώπης
Απάντηση στο ερώτημα για την προέλευση των Ευρωπαίων Ούννων του 5ου και 6ου αιώνα μ.Χ. επιχειρεί να δώσει μελέτη επιστημόνων από το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ για την Εξελικτική Ανθρωπολογία. Η προέλευση των Ούννων αποτελεί θέμα συζήτησης για αιώνες, με ορισμένους ιστορικούς να υποθέτουν ότι προέρχονταν από την αυτοκρατορία Xiongnu της της μογγολικής στέπας, που άκμασε τον 2ο αιώνα μ.Χ.
Οι μελετητές του Μαξ Πλανκ εξέτασαν τα γονιδιώματα 370 σκελετών με τη μέθοδο IBD (Identity By Descent) και διαπίστωσαν ότι 97 άτομα από την Κεντρική Ασία (σημερινό Καζακστάν) συνδέονταν γεννετικά με πληθυσμούς από τη λεκάνη των Καρπαθίων για τέσσερις αιώνες, ενώ οι περισσότεροι σκελετοί είχαν και γονιδιώματα βορειοανατολικής ασιατικής καταγωγής. «Ο πληθυσμός των Ούννων στην Ευρώπη ήταν γενετικά εξαιρετικά ετερογενής» επισημαίνουν στη μελέτη τους, προσθέτοντας ότι πέρα από τις λίγες άμεσες γενετικές συνδέσεις «δεν βρίσκουμε στοιχεία για την παρουσία μεγαλύτερων κοινοτήτων ανατολικής/στεπικής καταγωγής αυτή τη χρονική περίοδο». Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι Ευρωπαίοι Ούννοι, που μετανάστευσαν στην Ανατολική Ευρώπη τη δεκαετία του 370, ήταν μια γενετικά και πολιτισμικά ποικιλόμορφη ομάδα.
Η μελέτη δημοσιεύεται στο περιοδικό PNAS.
Χαμένη πόλη των Ζαποτέκων βρέθηκε στο Μεξικό
Τη «χαμένη» πόλη Guiengola, σημαντικό μητροπολιτικό κέντρο του προκολομβιανού πολιτισμού των Ζαποτέκων χτισμένη τον 15o αιώνα στην Οαχάκα του σημερινού Μεξικού, εντόπισε κάτω από πυκνό δάσος ο ερευνητής ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο McGill του Καναδά, Ραμόν Σελίς, με τη χρήση τεχνολογίας τηλεπισκόπησης. Όπως αναφέρει ο ίδιος σε σχετική δημοσίευσή του στην επιστημονική επιθεώρηση Ancient Mesoamerica, η πόλη κατοικήθηκε από το 1350 έως το 1500 και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε πριν την έλευση των Ισπανών κατακτητών το 1521, με τους περίπου 5.000 κατοίκους της να μετακινούνται στην πόλη Tehuantepec. Η πόλη είχε έκταση 890 στρεμμάτων και διέθετε περισσότερα από 1.100 κτίρια κατανεμημένα σε γειτονίες ανά κοινωνική τάξη, πυκνό δίκτυο μικρότερων και μεγαλύτερων οδών, πολλούς ναούς και γήπεδα αθλοπαιδιών, ενώ περικλειόταν από τείχος μήκους 4 χλμ. Το 1497 πολιορκήθηκε επί επτά μήνες από τους Αζτέκους χωρίς εν τέλει να καταληφθεί, μάχη που αποτέλεσε την τελευταία σύγκρουση μεταξύ των δύο γειτονικών μεσοαμερικανικών πολιτισμών.
Ο Σελίς εκτιμά ότι, καθώς η Guiengola διατηρείται σε άριστη κατάσταση, μπορεί να παράσχει πολύτιμες πληροφορίες για την πολιτική και κοινωνική οργάνωση των Ζαποτέκων
Τεύχος 682 (Απρίλιος 2025)
Γράψτε ένα σχόλιο
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.