Σημείωμα της Σύνταξης
Σημείωμα της Σύνταξης – Τεύχος 679 (Ιανουάριος 2025)
Η εμφάνιση του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος εντοπίζεται για πρώτη φορά στην περίοδο των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913), ενώ η παγίωσή του ως θέματος υψίστης σημασίας για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας τοποθετείται μετά τη λήξη τους. Βασικοί παράγοντες στη δημιουργία του συγκεκριμένου ζητήματος υπήρξαν –κατ’ αρχάς– οι πολιτικές της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, και ιδίως τα παραδοσιακά τους συμφέροντα στη Βαλκανική.
Οι ελληνικές δυνάμεις, αφού στις 21 Φεβρουαρίου 1913 εκπόρθησαν την πόλη των Ιωαννίνων, προχώρησαν βόρεια και λίγες μέρες αργότερα κατέλαβαν διαδοχικά το Αργυρόκαστρο, το Τεπελένι, τους Αγίους Σαράντα, το Δέλβινο, τη Χειμάρρα και την Κορυτσά. Οι επιτυχίες των Ελλήνων στρατιωτών στις μάχες της Ηπείρου ενθάρρυναν τους επικεφαλής τους για συνέχιση της προέλασης ακόμη βορειότερα, με κατεύθυνση την Αυλώνα. Η έντονη όμως αντίδραση των Ιταλών προς τον Βενιζέλο υποχρέωσε τον Έλληνα πρωθυπουργό να διατάξει τη διακοπή της προέλασης των ελληνικών δυνάμεων προς την Αυλώνα, λόγω του έντονου ιταλικού ενδιαφέροντος για την περιοχή αυτή.
Μετά τις πρώτες πολεμικές και διπλωματικές εξελίξεις που ακολούθησαν
την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, το Αλβανικό ζήτημα ήρθε στο προσκήνιο με την πρωτοβουλία της Αυστροουγγαρίας, για λόγους που συνδέονταν με τη βαλκανική πολιτική της. Τη ρύθμιση του ζητήματος ανέλαβαν
οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες αποφάσισαν την ίδρυση αλβανικού κράτους.
Η ελληνική κυβέρνηση, που διεξήγε τον διπλωματικό αγώνα παράλληλα με τις πολεμικές επιχειρήσεις στο ηπειρωτικό μέτωπο, κατηγορήθηκε από ορισμένους αντιπολιτευτικούς κύκλους, το περιβάλλον του βασιλιά Κωνσταντίνου και πολλούς Ηπειρώτες ότι δεν ακολούθησε δυναμική πολιτική για τη ρύθμιση του Ηπειρωτικού ζητήματος. Είναι αλήθεια ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος προτίμησε αρχικά να έρθει σε χωριστές διαπραγματεύσεις με την Ιταλία, ενώ είχε συμφωνήσει με τους κύκλους του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών να απευθυνθούν προς όλες τις Δυνάμεις για μία συνολική διευθέτηση των εκκρεμών εθνικών προβλημάτων.
Συνεκτιμώντας πάντως κανείς όλες τις προσπάθειες που κατέβαλε η ελληνική κυβέρνηση για να κερδίσει την υποστήριξη και των δύο ευρωπαϊκών συνασπισμών υπέρ των ελληνικών αξιώσεων, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η τελικά δυσμενής εξέλιξη του Ηπειρωτικού ζητήματος υπήρξε κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες που αφορούσαν τη διατήρηση της ευρωπαϊκής ισορροπίας και τη ναυτική πολιτική τους στην Αδριατική και στη Μεσόγειο, αποφάσισε να γίνει η χάραξη των νότιων και νοτιοανατολικών αλβανικών συνόρων κατά τρόπο που να ικανοποιεί τις επιδιώξεις και τα σχέδια των δύο αδριατικών δυνάμεων στη Βαλκανική. Η κυβέρνηση Βενιζέλου έκρινε ότι η διεθνής θέση της χώρας και οι σχέσεις της με την Τουρκία και τις άλλες βαλκανικές χώρες μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου την υποχρέωναν να δεχτεί τις αποφάσεις των Δυνάμεων για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων. Την επιλογή αυτή της κυβέρνησης υποστήριξε και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Ο Βενιζέλος πήρε τις τελικές αποφάσεις του έχοντας την ελπίδα ότι οι εξελίξεις στην Αλβανία και στα Βαλκάνια, ιδίως μετά την κήρυξη της ελληνικής αυτονομίας στη Βόρειο Ήπειρο κατά τους πρώτους μήνες του 1914, θα έδιναν την ευκαιρία στους Έλληνες να θέσουν εκ νέου το ζήτημα. Και οι προβλέψεις του επαληθεύτηκαν.
Διονύσης Ν. Μουσμούτης
Εκδότης – Διευθυντής
Τεύχος 679 (Ιανουάριος 2025)
Γράψτε ένα σχόλιο
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.