Σημείωμα της Σύνταξης
Σημείωμα της Σύνταξης – Τεύχος 687 (Σεπτέμβριος 2025)
Σημαντικό μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, η Μονή της Αγίας Αικατερίνης, χτισμένη στις παρυφές του όρους Σινά, συνιστά σημαντική παρακαταθήκη και ζωντανό χρονολογικό καλλιτεχνικό οδηγό, με δείγματα που καλύπτουν πρώιμες έως ύστερες περιόδους της βυζαντινής τέχνης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της δεν καταστράφηκε και δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να αποτελεί μοναδικό αρχιτεκτονικό σύνολο, στο οποίο φυλάσσονται θησαυροί της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής τέχνης όλων των περιόδων. Από το 2002 έχει αναγνωριστεί από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Η ίδρυσή της τοποθετείται στον 6ο αιώνα, επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527–565 μ.Χ.), ο οποίος διέταξε την ανέγερσή της προκειμένου να προστατεύσει το παρεκκλήσι της Φλεγομένης Βάτου, που έχει χτιστεί στο σημείο όπου σύμφωνα με τη Βίβλο ο Μωυσής άκουσε τη φωνή του Θεού μέσα από μία βάτο που την είχαν καταπιεί οι φλόγες αλλά δεν καιγόταν. Το οικοδόμημα περιβλήθηκε με τείχη ώστε να προστατευθεί από επιδρομές.
Αργότερα η μονή συνδέθηκε με την Αγία Αικατερίνη τη Μεγαλομάρτυρα, τα λείψανα της οποίας, σύμφωνα με την παράδοση, μεταφέρθηκαν εκεί με θαυματουργό τρόπο. Έκτοτε το μοναστήρι φέρει το όνομά της και αποτελεί κέντρο της ελληνορθόδοξης παράδοσης στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Κατά τη διάρκεια των αιώνων η μονή κατάφερε να επιβιώσει και να ακμάσει χάρη στη διπλωματική διαχείριση των μοναχών αλλά και στη σπάνια διαθρησκευτική ανοχή που απολάμβανε.
Παρά το γεγονός ότι η μονή αποτελεί σύμβολο ειρηνικής συνύπαρξης, καθώς οι μοναχοί ζουν επί αιώνες αρμονικά με τις βεδουίνικες κοινότητες της περιοχής, η φυσική και πνευματική ισορροπία δοκιμάζεται τα τελευταία χρόνια. Το 2013, μετά την πολιτική αναταραχή στην Αίγυπτο και την έξαρση της ισλαμιστικής δραστηριότητας στο Σινά, έκλεισε για λόγους ασφαλείας για περισσότερο από δύο χρόνια. Το 1982 είχε ξανακλείσει, όταν οι αιγυπτιακές δυνάμεις ανακατέλαβαν το Σινά μετά την ισραηλινή κατοχή.
Η τεράστια θρησκευτική και πολιτιστική αξία της μονής δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Αποτελεί φάρο της Ορθοδοξίας σε μια αρχέγονη κοιτίδα του χριστιανισμού. Η βιβλιοθήκη της περιλαμβάνει χιλιάδες σπάνια χειρόγραφα στα ελληνικά, στα αραβικά, στα γεωργιανά, στα κοπτικά και στα σλαβικά. Τέτοιοι χώροι θρησκευτικής λατρείας πρέπει, φυσικά, να είναι προσβάσιμοι σε όλους, διότι προσφέρουν τα μέγιστα στην πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας. Ωστόσο η μονή δεν είναι ένας ουδέτερος πολιτισμικά χώρος. Ταυτίζεται με τη θρησκευτική μας παράδοση, τον ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής και, τελικά, με το εθνικό μας αφήγημα. Είναι ένα οικουμενικό μνημείο ζώσας θρησκευτικής λατρείας, που βρίσκεται όμως σε ελληνικά χέρια εδώ και πολλούς αιώνες. Το διακύβευμα, λοιπόν για την ελληνική πλευρά είναι σημαντικό, σε συμβολικό και διπλωματικό επίπεδο.
Η πρόσφατη απόφαση της αιγυπτιακής δικαιοσύνης για το καθεστώς της Μονής Σινά, η οποία αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς της και αυτό των εκτάσεων που την περιβάλλουν, δεν συγκίνησε όσο θα έπρεπε την παγκόσμια κοινότητα. Και όμως, αυτό το περιστατικό αποκαλύπτει τη γεωπολιτική ευθραυστότητα της θρησκευτικής παρουσίας σε περιοχές ιστορικά φορτισμένες. Αποτελεί παράδειγμα για το πώς η θρησκευτική διπλωματία, ως κλάδος της πολιτιστικής διπλωματίας, οφείλει να αφυπνιστεί και να ενεργοποιηθεί
Διονύσης Ν. Μουσμούτης
Εκδότης – Διευθυντής
Τεύχος 687 (Σεπτέμβριος 2025)
Γράψτε ένα σχόλιο
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.