Βιβλίο & Ιστορία
Ανδρέας Στεργίου | Αντιμετωπίζοντας το «διάβολο»
Ανδρέας Στεργίου
Αντιμετωπίζοντας το «διάβολο»
Η ελληνική «Ostpolitik»
εκδ. Επίκεντρο, 2022, σελ.: 272, τιμή: 11,00 €
Η Ιστορία του ελληνικού ανοίγματος προς τα κράτη του Ανατολικού Συνασπισμού από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα είναι εν πολλοίς η Ιστορία της προσπάθειας να εξισορροπηθούν τα ζητήματα ασφαλείας με τις οικονομικές ανάγκες. Παρά τις όποιες απόπειρες συγκλίσεων που παρατηρήθηκαν πριν το 1974, η ελληνική «Ostpolitik» έφτασε στο απόγειό της κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης.
Πέρα από το διεθνές κλίμα, παράγοντες συνδεδεμένοι κυρίως με τις ελληνικές εξελίξεις, είχαν τη σημασία τους σε αυτήν την πορεία προσέγγισης της Ελλάδας με τις σοσιαλιστικές χώρες. Καταρχήν η τραγωδία της Κύπρου, η τουρκική εισβολή του 1974 και κατά συνέπεια η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως και η ένταση στις ελληνονατοϊκές σχέσεις, έφεραν κοντύτερα την Ελλάδα στις βαλκανικές κομμουνιστικές χώρες. Σε εκείνη την περίοδο, ενισχύθηκαν ιδιαίτερα οι σχέσεις με τη Βουλγαρία του Ζίβκοφ και τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Οι σχέσεις μεταξύ Καραμανλή και Τίτο, παρά το αγκάθι του Μακεδονικού, έγιναν στενότερες από ποτέ τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Για τη Γιουγκοσλαβία, εξάλλου, ως ηγέτιδα δύναμη του Κινήματος των Αδεσμεύτων η υποστήριξη της κυπριακής υπόθεσης ήταν ζωτικής σημασίας από κάθε άποψη.
Ο όρος «Ostpolitik» δεν γεννήθηκε ούτε στην Ελλάδα, ούτε στον Μεσοπόλεμο, αλλά αρκετές δεκαετίες αργότερα, στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Η ελληνική «Ostpolitik», με άλλα λόγια, το άνοιγμα που έκανε η Ελλάδα προς τις κομμουνιστικές χώρες την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, παρότι αποτέλεσε ένα κομβικό κεφάλαιο στις διεθνείς σχέσεις της χώρας μας την εποχή εκείνη, παραμένει ένα σχετικά άγνωστο και παραμελημένο κεφάλαιο των ελληνικών διεθνών σχέσεων, που ελάχιστοι μελετητές έδειξαν ερευνητικό ενδιαφέρον.
Όπως για τον Καραμανλή, έτσι και για τον Παπανδρέου, η «Ostpolitik» είχε ως αφετηρία τα Βαλκάνια. Για τον δεύτερο, πάντως, τα Βαλκάνια αποτελούσαν πολύ περισσότερο από «γειτονικές χώρες». Συνιστούσαν ένα πεδίο όπου μπορούσε να προωθηθεί το όραμα για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια και να βρει εφαρμογή η αντι0νατοϊκή ρητορική του. Ας μην ξεχνάμε πως παρά το γεγονός ότι η Γιουγκοσλαβία, Αλβανία, Βουλγαρία και Ρουμανία συνιστούσαν κομμουνιστικές χώρες, υπό την έννοια πως ένα κομμουνιστικό κόμμα είχε το μονοπώλιο της εξουσίας, μόνο η Βουλγαρία εκ των τεσσάρων μπορούσε να θεωρηθεί δορυφόρος της ΕΣΣΔ, εκείνη την περίοδο.
Ο Ανδρέας Στεργίου –καθηγητής του πανεπιστημίου Θεσσαλίας–, επίμονος και αξιόπιστος ερευνητής δύσκολων θεμάτων, χρησιμοποιώντας πρωτογενείς πηγές (αρχεία και συνεντεύξεις) από την Ελλάδα, την Ρωσία, την Κύπρο, το ΝΑΤΟ, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μας βοηθά να κατανοήσουμε τις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, εστιάζοντας στην πολιτική στρατηγική της Ελλάδας προς αυτές. Επρόκειτο για μια πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική με σοβαρές επιπτώσεις στην περιφερειακή αρχιτεκτονική ισχύος και στη συνοχή του ΝΑΤΟ, καθώς από ένα χρονικό σημείο και μετά η πολιτική της Αθήνας προς αυτές τις χώρες δεν εξυπηρετούσε πλέον τα σύνδρομα ασφάλειας του «από βορρά κινδύνου» αλλά την υπαρξιακή «εξ ανατολάς απειλή».
Τεύχος 655 (Ιανουάριος 2023)
Γράψτε ένα σχόλιο
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.